ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΝΙΑΝ ΣΟΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΟΝ

Την διακονίαν σου πληροφόρησον.........(Τιμ.β,4)
Σας ευχαριστούμε που επισκεφθήκατε την ιστοσελίδα του Ναού μας και σας ευχόμαστε καλή πλοήγηση

20 Μαρτίου 2012

ΤΙ ΛΕΝΕ 4 ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ


Το ελληνικό έθνος γέννησε την Επανάσταση ή
η Επανάσταση το ελληνικό έθνος;

Επιμέλεια: Μάριου Ροζάκου

Όλο το αφιέρωμα της εφημερίδας «Τύπος της Κυριακής»,
Σάββατο 26 – Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Η Επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτο έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους».
Με τα λόγια αυτά, όπως τα αποτύπωσε ο Γεώργιος Τερτσέτης (Άπαντα, τόμος Γ', σελ. 149-150), ο «Γέρος του Μοριά» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έδινε το στίγμα του εθνικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Σήμερα, 190 χρόνια μετά, μια ζωηρή δημόσια συζήτηση γύρω από το κορυφαίο αυτό γεγονός της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένα από τα πολλά θέματα που έχουν ανακινηθεί είναι και η διαδικασία διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους, με κορύφωση την Επανάσταση του 1821.
Ο Τύπος της Κυριακής επιχειρεί στις σελίδες που ακολουθούν να προσεγγίσει το παραπάνω ζήτημα, με τη βοήθεια τεσσάρων διακεκριμένων ιστορικών. Μέσα από τα κείμενα τους αναδεικνύεται η μακραίωνη, σύνθετη διεργασία που οδήγησε στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και, εντέλει, στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, ενώ εξετάζονται διεξοδικά η συμβολή και ο ρόλος ποικίλων ιστορικών συνθηκών και παραγόντων.
                                                                            ***

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

«Ως μια βροχή έπεσε εις όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας»

«ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ να κάμαμε την Επανάσταση, δεν συλλογισθηκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά ως μια βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

***

Η παρακαταθήκη των Ηρώων μας
του Κωνσταντίνου Μπορδόκα

***

«Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες»
Θ. Κολοκοτρώνης

***

«Ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι' εμένα να γράψω,
ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και κι' αμαθείς,
και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί
και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι»
Στρατηγός Μακρυγιάννης

***

Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα αίτια της Επανάστασης του 1821. Ιστορικοί, δημοσιογράφοι και ερευνητές διεξάγουν ένα γόνιμο διάλογο διερευνώντας τα αίτια και τις αφορμές, τους στόχους και τις επιδιώξεις του αγώνα που οδήγησε στην απελευθέρωση της χώρας. Νομίζουμε ότι θα ήταν σωστό, εκτός από τους παραπάνω, ο λόγος να δοθεί και στους πρωταγωνιστές, ώστε να μας μεταφέρουν τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε να αλλάξουν τη ροή της Ιστορίας. Εκεί, διαπιστώνουμε ότι οι ήρωες του Αγώνα όχι μόνο είχαν τη βεβαιότητα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, αλλά και, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες της χώρας, προβληματίζονταν για το μέλλον της, κάτι που απουσιάζει από τους σημερινούς πολιτικούς.

Οι ήρωες του 1821 αξιοποίησαν την ανεξάντλητη δεξαμενή της αρχαιότητας με όλους τους τρόπους. Επικαλούμενοι τους αρχαίους προγόνους πριν από τις μάχες, όπου έδιναν στα καράβια ονόματα όπως «Αριστείδης», «Θεμιστοκλής», «Μιλτιάδης», «Άρης», «Αφροδίτη», κατά τη διάρκεια τους, με τον Νικηταρά στα Δολιανά να φωνάζει στους Τούρκους: «Σταθείτε, Πέρσες, να πολεμήσουμε», αλλά και αποδίδοντας τους τιμές μετά τις νίκες, όπως ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Πάμε να ιδούμε τους Έλληνες εις το μέρος όπου κατοικούνε, να βρούμε το γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμε τις χαροποιές ειδήσεις ότι αναστήθηκαν οι απόγονοι τους».

Οι αμόρφωτοι -αλλά όχι απαίδευτοι- επαναστάτες δεν είχαν αμφιβολία περί της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, τονίζοντας το σε κάθε ευκαιρία, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην ομιλία του σε μαθητές το 1838 στην Πνύκα: «Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Ελληνες, από τους οποίους και εμείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο». Και συνέχιζε ο κορυφαίος αγωνιστής: «Εις τον τόπο ετούτο όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φτάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλην δόξα των προπατόρων μας». Στη θέα αγοραπωλησίας αρχαιοτήτων, ο Μακρυγιάννης εξοργίζεται, λέγοντας ότι δεν πολέμησαν μόνο για την ελευθερία των ίδιων και εκείνων που ακολουθούν, αλλά και για το σεβασμό όσων προηγήθηκαν: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Αργός θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίοι· χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε».

«Μεγάλη απελπισία...»

Κορυφαία ένδειξη αυτοθυσίας για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αποτελεί η μάχη της Ακρόπολης, όπου οι επαναστάτες, βλέποντας τους Τούρκους να φθείρουν το ιστορικό μνημείο για να γεμίσουν τα όπλα τους, προμηθεύουν τους αντιπάλους τους μολύβι, με προϋπόθεση τη διάσωση του ιερού . χώρου. Το συγκλονιστικό περιστατικό αναφέρει ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης σε επιστολή του προς τον Ανδρέα Λασκαράτο το 1 858: «Τέτοια απόκριση επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνας και αφού εστοχάστηκαν τι να κάνουν δια να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να πάψουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο δια την υπεράσπιση τους. Ούτω και εγένετο. Έτρεξαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες, εξαγόρασαν με το αίμα τους, δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια δια να τους σκοτώσουν, τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα τα οποία ήταν προορισμένα να ζήσουν δια να ιδούν και πάλιν αναστημένον ολόγυρα τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο». Το μήνυμα των αγωνιστών δεν ολοκληρώνεται με την εδαφική απελευθέρωση τμήματος της χώρας, αλλά συνεχίζεται με τη συμβολή τους στην οριοθέτηση των προσωπικών ευθυνών του καθενός μας απέναντι σε αυτήν. Προτού ακόμα κριθεί η έκβαση του αγώνα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τονίζει το 1825 στον Παπαφλέσσα ότι είναι ευκολότερη η επικράτηση επί των Τούρκων, παρά επί του κακού εαυτού μας: «Δεν θέλουμε να εννοήσουμε ότι τίποτα δεν κάναμε νικήσαντες τους Τούρκους, αν δεν νικήσουμε, και σύντομα μάλιστα, τα πάθη μας. Η διχόνοια, να ο μεγάλος εχθρός. Αυτή ξεθεμελιώνει σπίτια, ρημάζει λαούς και βασίλεια. Αυτή θα μας φάει».

«Είμαστε εις στο εμείς»

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης ολοκληρώνει τα απομνημονεύματα του δίνοντας έναν αξεπέραστο και διαχρονικό ορισμό του πατριωτισμού: «ΚΓ αφού ο Θεός θέλησε να κόμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι' εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ενα πράμα μόνον με παρακίνησε κι' εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι' αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι' όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός "εγώ", ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη "εγώ"· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις στο "εμείς" κι' όχι εις στο "εγώ". Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωρίον, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκείαν τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: "Εχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες" - αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμο και να έχουν την επιρροή για ικανότη».

Θα τελειώσουμε με τις συμβουλές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τους μαθητές της εποχής, όπου με την απλότητα και μεστότητα των λόγων του θα μπορούσε να διδάσκεται στα σημερινά σχολεία: «Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τα σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους, πέντε χρόνους τη νεότητα σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματα σας»,

***

Χωρίς προΰπαρξη έθνους επανάσταση δεν γίνεται
του Σαράντου Ι. Καργάκου

Ένα «ΕΑΜΙΚΟ» τραγούδι, αναφερόμενο στην «έρμη πατρίδα», έλεγε το περίφημο: «Βαριά θλιμμένη προδομένη, από δειλούς προδότες γιους σου». Η Ελλάς, στα 190 χρόνια που υφίσταται ως κράτος, προδόθηκε και πληγώθηκε πολλές φορές. Όχι μόνο από φίλους και συμμάχους, αλλά και από τα ίδια τα παιδιά της. Δυστυχώς, ο Εφιαλτισμός και ο Νενεκισμός είναι μέσα στα γονίδια μας. Ομοίως κι ο ταγματασφαλιτισμός.

ΚΑΠΟΙΟΙ ιστορικοί -προγενέστεροι εμού- ονόμασαν την Επανάσταση του 1821 «προδομένη Επανάσταση». Αλλά η Επανάσταση -παρά την ύπαρξη και τότε πολλών προδοτών- προδίδεται στον παρόντα καιρό. Αρχικά ασπμαντοποιήθηκε η διδασκαλία της στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Ακολούθως ήλθε η σκύλευση και σήμερα καταφθάνει η γελοιοποίηση. Δεν θα μιλήσω για ασέβεια. Διότι «οι κατ' ουρανόν πτύοντες τα εαυτών πρόσωπα πτύουσι».

ΣΕ ΛΙΓΟ θα μας πουν ότι δεν υπήρξε καν Επανάσταση· ήταν ένα απλό «ανεμογκάστρι». Γιατί απλούστατα δεν υπήρχε έθνος που να την κάνει. Κι ότι αυτοί που ονομάστηκαν Ελληνες ήταν ένα «φύραμα» ανθρώπων που έλαβε την ονομασία αυτή από «νονούς» του εξωτερικού. Συνεπώς, αυτό που μορφοποιήθηκε σε κράτος την 1η Ιανουαρίου 1822 με το Σύνταγμα της Επιδαύρου ήταν «βαφτιστικός» του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, δηλαδή καρπός μιας υπέρμετρης λατρείας προς την αρχαία Ελλάδα. Έχει, άλλωστε, λεχθεί ότι η Επανάσταση μας ήταν ένα είδος «θυγατρικής εταιρίας» της Γαλλικής Επαναστάσεως.

ΔΕΝ θα αμφισβητήσω τις ξενικές επιρροές. Αλλά, αν δεν υπήρχε η ενθαδική μαγιά, δεν θα γινόταν ποτέ ο επαναστατικός άρτος. Ακούγεται συχνά ότι οι τότε επαναστατημένοι έμαθαν τη λέξη Έλλην - Έλληνες μετά. Δηλαδή, πρώτα έγιναν κράτος και μετά Έλληνες. Όταν η σοφιστική υποκαθιστά την επιστήμη, μπορείς να αποδείξεις οτιδήποτε. Για παράδειγμα, μπορείς να αποδείξεις -και μάλιστα βάσει μαρτυριών- ότι ο Γκέμπελς δεν αυτοκτόνησε, αλλά ότι ζει και αυτός μας οδηγεί.

ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ σοβαροί. Χωρίς την προΰπαρξη έθνους, καμιά Επανάσταση δεν θα γινόταν. Για να επαναστατήσεις πρέπει να υπάρχεις ως σύνολο με βαθιές καταβολές αυτοσυνειδησίας. Από το τίποτε δεν παράγεται τίποτε. Παράδειγμα, η παρούσα πολιτική και πνευματική μας ανυπαρξία. Ο αρχαίος φιλόσοφος Ξενοφάνης έχει δια τυπώσει μια αρχή που είναι κανόνας στη Φυσική και την ανθρώπινη ζωή: «Ουδ' αν το μη ον ποιήσαι τι ούτε υπό του μη όντος γένοιτ' αν τι». Τη φράση αυτή διεθνοποίησε ο Ρωμαίος σατιρικός ποιητής του Α' μ.Χ. αιώνος Πέρσιος, με τη δική του απόδοση: «Ex nixilo nihil» (Εκ του μηδενός παράγεται μηδέν). Πώς, λοιπόν, αν η εθνική υπόσταση του επαναστατημένου λαού ήταν μηδενική, θα μπορούσε να προκύψει εθνικό κράτος; Το γεγονός ότι στον παρόντα καιρό επιδέξια μηδενικά επιπλέουν και κυριαρχούν είναι ίσως το μόνο ισχυρό αντεπιχείρημα.

ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ απέκτησα την ικανότητα να βλέπω όχι το παρελθόν αλλ' ίσως καλύτερα το παρόν και το μέλλον. Αυτή την πολιτική της εθνοκτονίας την είχα καταγγείλει συχνά με τα άρθρα μου στον Ελεύθερο Τύπο σε παλαιότερη εποχή. Θα μπορούσα σήμερα τα λεγόμενα για το 1821 να τα θεωρήσω αποκυήματα νοσηρής φαντασίας ή τεχνουργήματα μιας ηροστράτειας δοξομανίας ή λοξομανίας. Όχι, πρόκειται για μια ευρύτερη συνωμοσία, που σκοπεί στην υπονόμευση των πνευματικών και ηθικών θεμελίων του ελληνικού λαού. Πρόκειται για μια πολιτική που «πλασάρισε» ο μισέλληνας Άγγλος πολιτικός λόρδος Λοντόντερι διαρκούντος του Αγώνος: «Η Ελλάς πρέπει να καταστεί όσο γίνεται λιγότερο επικίνδυνη, ο δε λαός της να γίνει μικρόψυχος, όπως τα έθνη του Ινδοστάν». Προφανώς, για να είναι ευκολοκυβέρνητος.

Ο ΛΑΟΣ όμως αυτός δεν έγινε ευκολοκυβέρνητος παρά τα 400 και πλέον χρόνια δουλείας. Τη μαρτυρία για τον πόθο του προς εθνική αποκατάσταση από τα πρώτα χρόνια της δουλείας παρέχει ο Τούρκος ιστορικός Αχμέτ Δζεβδέτ μπέης με τα ακόλουθα: «Η προς επανάστασιν ροπή των Ελλήνων είναι υπόθεσις παλαιά. Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' ο Πορθητής εκυρίευσε την Πάλιν, ήτο φυσικόν ότι εις τας καρδίας των ηττηθέντων και υποταγέντων Ελλήνων έμεινεν ο προς επανάκτησιν της ανεξαρτησίας και της κρατικής εξουσίας πόθος».

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΕΣ ισχύει το αρχαίο λεχθέν: «Πενθείν ου χρη· Νέμεσις γαρ»…

***

Ψευδής ιστορικά η ιδέα της επινόησης του «Έθνους»,
επιδιώκει σκοπούς πολιτικούς
του Γιώργου Κοντογιώργη
Καθηγητή και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ της Επανάστασης θα ήταν αρκετό, για οποιαδήποτε άλλη χώρα, ως απάντηση στο ερώτημα αν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από την Επανάσταση. Στη χώρα μας, ωστόσο, το διάβημα αυτό, από μόνο του, δεν αρκεί, ούτε και η αλυσίδα των εξεγέρσεων που προηγήθηκαν. Δεν αρνούνται, προφανώς, οι νεωτερικοί κρατικοί διανοούμενοι τον επαναστατικό χαρακτήρα των «γηγενών» πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. Ισχυρίζονται όμως ότι η πρόθεση τους δεν ήταν εθνική.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η άρνηση του εθνικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης δεν εδράζεται σε πραγματολογικά δεδομένα -όπως θα ήταν για παράδειγμα π δήλωση των επαναστατημένων πληθυσμών ή των ηγητόρων τους ότι εξεγέρθηκαν ενδεχομένως για κοινωνικούς ή για θρησκευτικούς λόγους-, αλλά στην ασυμβατότητα του φαινομένου με τον δυτικοευρωπαϊκό κανόνα. Αφού εκεί, στη δυτική Ευρώπη, δεν σημειώνονται ουσιαστικά εθνικές παρά μόνο κοινωνικές επαναστάσεις και, μάλιστα, το έθνος δημιουργήθηκε από το κράτος και αποτελεί γι' αυτήν -για την Εσπερία- νεότερο δημιούργημα, δεν μπορεί να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Άρα δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό εθνικό κράτος και, κατ' επέκταση, η επανάσταση δεν ήταν εθνική.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ με τη νεωτερική κρατική διανόηση είναι ότι τους διαψεύδει το πραγματολογικό υλικό. Οι διακηρύξεις εν όψει της Επανάστασης είναι σαφείς, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι πρόθεση των συντακτών τους είναι η εθνική απελευθέρωση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πηγές της ίδιας της Επανάστασης, όπου όλοι οι συντελεστές της δηλώνουν ότι σκοπός τους ήταν η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Θα προσθέσω, επίσης, ότι οι πηγές για το έθνος και την εθνική απελευθέρωση είναι άπειρες, σαφείς και αδιάπτωτες καθ' όλη την ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού και, συγκεκριμένα, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ώστε να μην αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Υπό το ίδιο πρίσμα, δε, δηλαδή ως εθνική, αντιμετώπισαν την Ελληνική Επανάσταση και οι Ευρωπαίοι συγκαιρινοί της.

Οι πηγές αυτές έχουν δημοσιευθεί, είναι προσιτές επομένως σε κάθε ερευνητή.

Να υποθέσουμε ότι τις αγνοούν; Είναι πολύ πιθανό. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι η παράκαμψη των πηγών είναι εσκεμμένη. Διότι, όσο και αν φαίνεται παράξενο, ο λόγος για το έθνος και τον εθνικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης δεν αφορά την Ιστορία, αλλά ζωτικά ζητήματα του σήμερα. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά την ανάγκη να νομιμοποιηθούν το ασύμβατο του «προ-πολιτειακού» χαρακτήρα του νεότερου κράτους με την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, η δυτική ηγεμονία στον κόσμο, που συνεπάγεται το ομόλογο δόγμα της «δυτικής» υπεροχής, έναντι όχι μόνο του παρόντος, αλλά και του «προ-νεοτερικού» παρελθόντος, και κατ' αυτάς το διατακτικό της νέας τάξης, που απαιτεί την απομείωση των εθνικών συλλογικοτήτων, προκειμένου να αναπτυχθεί ακώλυτα η πολιτική κυριαρχία των αγορών. Αυτό που τρομάζει την κρατική διανόηση είναι π προοπτική της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία.

ΕΞ ΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΣΗ του εθνικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης ακολουθείται και από άλλες ιδεολογικά σημασμένες επιλογές της κρατικής διανόησης, όπως η ιστόρηση του Ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους και όχι των κοινωνιών του, η ταξινόμηση του ως προσαρτήματος της δυτικής εξέλιξης, κατά την εικόνα του προβληματικού ελληνικού κράτους, η ενοχοποίηση της κοινωνίας και του παρελθόντος της (της Τουρκοκρατίας κ.λπ.) για τις δυσμορφίες του κράτους και τη μη ανταποκρισιμότητά του στην εθνική και κοινωνική προσδοκία και πολλά άλλα.

ΩΣΤΕ, το επιχείρημα για την ύπαρξη ελληνικού έθνους πριν από το κράτος-έθνος και, μάλιστα, πριν από τη νεωτερικότητα, εδράζεται σε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: ότι ο ελληνικός κόσμος ήταν ο μόνος που συγκέντρωνε ιστορικά τις προϋποθέσεις γι' αυτό. Ήταν κοινωνία εν ελευθερία, διέθετε δηλαδή τπ θεμέλια βάση πάνω στην οποία οικοδομείται υποχρεωτικά η (ατομική και συλλογική) ταυτότητα. Στον αντίποδα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες απέκτησαν συλλογική (εθνική) ταυτότητα κατά τους νεότερους χρόνους, διότι προηγουμένως ήταν φεουδαλικές. Με άλλα λόγια, επινόηση αποτελεί η ιδέα περί της μη ύπαρξης του ελληνικού έθνους πριν από το κράτος-έθνος και, μάλιστα, πριν από τπ νεωτερικότητα, και όχι το ελληνικό έθνος καθαυτό.

ΠΕΡΙΤΤΕΥΕΙ να πω, βέβαια, ότι η ιδέα της επινόησης είναι ψευδής ιστορικά ακόμη και για τις χώρες της Εσπερίας. Επιδιώκει σκοπούς πολιτικούς, ανάλογους με εκείνους που επιδίωκε ο κλασικός εθνικισμός. Εγγράφεται στην υπηρεσία του εθνικισμού των ηγεμόνων της νεωτερικότητας, ενώ από πολιτειακή άποψη είναι παραδειγματικά ολιγαρχική.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ακριβώς αυτή των δύο εθνικισμών συντελεί ώστε οι «εσωτερικοί» φορείς του εθνικισμού της νεωτερικότητας να μη διστάζουν να υιοθετήσουν τον εθνικισμό γειτόνων εναντίον της χώρας, προκειμένου, όπως αφήνουν να εννοηθεί, να αντιμετωπίσουν τον συχνά νομιζόμενο «ελληνικό» εθνικισμό.

***

Από το Γένος στο Έθνος
της Νάση Μπαλτά
Ιστορικού της Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Επανάσταση του 1 821, μια εθνική επανάσταση που οδηγεί στην ίδρυση ενός από τα πρώτα εθνικά κράτη της Ευρώπης, κορυφαίο γεγονός για την ελληνική αλλά και για την ευρωπαϊκή Ιστορία, είναι, όπως και όλη η μακρά και σύνθετη ιστορική διαδικασία της διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, χαρακτηριστικό και λαμπρό τέκνο της νεωτερικότητας.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΛΕΤΙ των Ρωμαίων, των χριστιανών ραγιάδων, ως το έθνος των Ελλήνων που επαναστατεί διεκδικώντας την ελευθερία του και την εθνική αποκατάσταση του με την ίδρυση του δικού του εθνικού κράτους, η διαδρομή είναι μακραίωνη, διατρέχει ένα σύνολο πολύπλοκων και σύνθετων ιστορικών διεργασιών και ασφαλώς δεν πρόκειται για κάποια ευθύγραμμη πορεία.

ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ έθνος δεν είναι μια υπερβατική, μεταφυσική οντότητα εκτός τόπου και χρόνου και η προεπαναστατική νεοελληνική κοινωνία δεν είναι ενιαία, ομοιογενής και ακινητοποιημένη μέσα στο χρόνο. Διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιοχές, τις περιόδους, τις κοινωνικές ομάδες, τις οικονομικές δραστηριότητες, τους πνευματικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις και αναπτύσσει μια διαφορετική κάθε φορά δυναμική ανάλογα με τις συγκυρίες και τις ανάγκες.

ΣΕ ΑΥΤΗΝ την κοινωνία ανήκουν ο κόσμος των φαναριώτικων ηγεμονιών και των Επτανήσων, ο δυναμικός Ελληνισμός των παροικιών της Δύσης και της ανατολικής Μεσογείου με τους εμπόρους, τους λογίους και τους λογίους-εμπόρους, οι δάσκαλοι, η επίσημη Εκκλησία, ο κατώτερος κλήρος, οι προεστοί (που κι αυτοί δεν αποτελούν μια ενιαία κατηγορία), οι καραβοκύρηδες των νησιών, οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι Σουλιώτες, οι ναυτικοί, οι γεωργοί και ορεσίβιοι του Μοριά και της Ρούμελης, η ανομοιογένεια και η πολυμορφία ως προς τους όρους και τρόπους ζωής, οι θεσμοί και οι τρόποι οργάνωσης, οι διάλεκτοι και οι ντοπιολαλιές, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι διαμάχες, οι διαφορετικές πνευματικές και ιδεολογικές ανησυχίες.

ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΤΗ ήδη από νωρίς χριστιανική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού και σε ό,τι απορρέει από την παράδοση του Γένους, βασικά και συνεκτικά στοιχεία της νεοελληνικής συνείδησης, η νεωτερικότητα κομίζει στη δυναμική των συνειδήσεων και των καιρών εκείνα τα στοιχεία που θα συμβάλουν καθοριστικά και θα οδηγήσουν εν τέλει στην εθνική συνειδητοποίηση: την αναγωγή στην αρχαιότητα, τις ριζοτόμες ιδέες και τα φιλελεύθερα προτάγματα της Δύσης.

ΡΩΜΗΟΙ, Γραικοί και Έλληνες, Γραικία και Ελλάς: «Η των ονομάτων επίσκεψις» αποκαλύπτει την πορεία της νεοελληνικής συνείδησης προς την εθνική αυτοσυνειδησία και αφύπνιση.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ των εννοιών, όχι μόνο το νόημα αλλά και η συναισθηματική τους φόρτιση, δεν είναι το ίδιο στη μακρά πορεία του ιστορικού χρόνου. Άλλο είναι π.χ. το «Γένος» το 16ο αιώνα, άλλο 100 ή 200 χρόνια αργότερα, όταν ενίοτε η χρήση του στα κείμενα είναι επάλληλη με εκείνη του έθνους.

ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟ «Γένος» του Ρήγα έως το «Ελληνικόν Γένος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», που σχεδιάζει τον ελεύθερο πολιτικό βίο του με αυτοπεποίθηση και με βάση τους νόμους και τις φιλελεύθερες ιδέες -στοιχεία δηλαδή κατεξοχήν νεωτερικά- το χρονικό διάστημα φαίνεται μικρό, η διαδρομή όμως είναι μεγάλη, γιατί ο ιστορικός χρόνος δεν έχει πάντα την ίδια αξία και πυκνότητα.

Ο 18ος ΑΙΩΝΑΣ, περίοδος γενικότερης προαγωγής των όρων της ζωής της νεοελληνικής κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από την οικονομική άνοδο και την ενίσχυση και καλλιέργεια της υψηλής παιδείας. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με την έντονη εκδοτική δραστηριότητα, τις μεταφράσεις επιστημονικών και λογοτεχνικών έργων, τη διακίνηση βιβλίων και περιοδικών στα σχολεία και τις βιβλιοθήκες, την ακμάζουσα εκπαιδευτική δραστηριότητα, τους προβληματισμούς και τις διαμάχες για την ελληνική γλώσσα, είναι από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του νέου Ελληνισμού. Το άνοιγμα στη Δύση, τις αγορές, τα ιδεολογικά ρεύματα, τις εξελίξεις της επιστήμης, τροφοδοτεί το μυαλό και τις συνειδήσεις με νέες γνώσεις, ιδέες, ανησυχίες και αιτήματα.

ΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ προς τα τέλη του αιώνα πυκνώνουν τα φαινόμενα, εντείνονται οι προσπάθειες της εθνικής αφύπνισης και της οργάνωσης των κάθε είδους δυνάμεων, επιταχύνονται οι αλλαγές στις συνειδήσεις των ανθρώπων, πληθαίνουν τα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ολοκληρώνεται ο μεγάλος και γόνιμος κύκλος των αναζητήσεων, των ζυμώσεων και των συγκερασμών και ότι σύντομα θα έρθει η ώρα για την επίτευξη του μεγάλου σκοπού: του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

***

Η ανακαίνιση του Ελληνικού Έθνους
του Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου
Ομότιμου Καθηγητή Νείτερης Ιστορίας
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Από τα στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν πως συνέβαλαν στην ανακαίνιση του ελληνικού έθνους πριν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπήρξαν, (α) η προβολή των Ελλήνων της εποχής ως απογόνων των Αρχαίων Ελλήνων, (β) η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους και η διάκριση τους από τους Τούρκους, (γ) η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και της τουρκικής εξουσίας ως αυθαίρετης και τυραννικής, (δ) η προβολή του δικαιώματος των Ελλήνων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους και να συστήσουν αυτόνομη και ευνομούμενη πολιτεία.

Η ΠΡΟΒΟΛΗ αυτών των στοιχείων, σε συνδυασμό με την Επανάσταση, ανακαίνισαν το ελληνικό έθνος, το οποίο έως τότε αποτελούσε τμήμα αναπόσπαστο της ορθόδοξης οικουμένης, της οποίας η θεσμοθετημένη και κηδεμονεύουσα αρχή ήταν η Μεγάλη Ανατολική του Χριστού Εκκλησία με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Έως τότε, δηλαδή, βασικό κριτήριο διακρίσεως των Ελλήνων ως έθνος ήταν το θρήσκευμα, το οποίο βέβαια ήταν το παραδοσιακό κριτήριο διακρίσεως των ανθρώπινων κοινοτήτων.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ πίστη αποτελούσε τη θεμελιώδη βάση στην οποία είχε αναπτυχθεί το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι η στροφή προς μια περισσότερο κοσμική υπόσταση άλλαξε τόσο ριζικά την υπόσταση αυτού του έθνους ώστε να μιλάμε για νέο έθνος. Το ελληνικό έθνος ακόμα και ως τμήμα οργανικό και αναπόσπαστο της ορθόδοξης οικουμένης, τμήμα δηλαδή μιας θρησκευτικής κοινότητας, ήταν διακριτό και από τους κυρίαρχους Τούρκους και από τους συνοίκους λαούς, δηλαδή εκείνους τους χριστιανικούς Λαούς που αποτελούσαν τμήμα της ίδιας κοινότητας.

Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ της ορθόδοξης οικουμένης παρέμενε ελληνική και επί Τουρκοκρατίας και όταν το ελληνικό έθνος έκρινε πως έπρεπε να ανακαινιστεί διατήρησε όλα του τα παλαιά πολιτιστικά στοιχεία, μόνο που τώρα η βάση του ήταν περισσότερο πολιτιστική με την έννοια της γλώσσας και της Παιδείας και περισσότερο έτεινε να διακριθεί από τους υπόδουλους συνοίκους λαούς, δηλαδή τους αλλοφώνους.

Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ αυτή συντελέστηκε, αλλά δεν ολοκληρώθηκε έως την έκρηξη της Επανάστασης. Χρειάστηκε π Επανάσταση για να επιτείνει ορισμένες διαδικασίες. Στο Α' Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται πως: «Έλληνες εισίν όσοι εις Χριστόν πιστεύοντες, κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος». Διακρίνεται δηλαδή η προτεραιότητα, η οποία ήταν το θρήσκευμα και δεν είχε εισαχθεί η έννοια της γλώσσας ως κριτήριο. Επίσης, η επικράτεια της Ελλάδος ήταν ασαφής αναφορά στον παραδοσιακό χώρο του έθνους.

Η ΓΛΩΣΣΑ εισήχθη ως κριτήριο στο Σύνταγμα της Τροιζήνας το 1823, για να ακολουθήσουν κατόπιν η «καταγωγή» και το «φρόνημα». Όλα αυτά τα κριτήρια είχαν περισσότερο σχέση με τον Ρομαντισμό παρά με τον Διαφωτισμό, με εξαίρεση φυσικά τη γλώσσα, η οποία προστέθηκε στα κριτήρια και έκτοτε θεωρήθηκε προϊόν του Διαφωτισμού, αλλά κατά βάθος υπήρξε και αυτή προϊόν του Ρομαντισμού με τη χερντερική της έννοια, ως «πνεύμα» (geist) ενός λαού. Έως τότε η ελληνική γλώσσα αποτελούσε πολιτιστικό αγαθό μείζονος σημασίας και οδηγούσε στην τελείωση του ανθρώπου.
ΠΗΓΉ www.zoiforos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.